- σταγματοπώλης
- σταγματοπώλης, ου, ὁ,A seller of aromatic oils, MAMA3.307 ([place name] Corycus).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σταγματοπώλης — ὁ, Α πωλητής σταγμάτων, αρωματικών ελαίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάγμα, ατος + πώλης*] … Dictionary of Greek